- εμβολιάζω
- βλ. μπολιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμβολιάζω — εμβολιάζω, εμβολίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμβολιάζω — και μπολιάζω 1. ανοσοποιώ κάποιον με το κατάλληλο εμβόλιο για την προστασία από λοιμώδη νόσο 2. (για δέντρα) ενοφθαλμίζω, κεντρώνω για να μετατρέψω άγριο δέντρο σε ήμερο ή για να αλλάξω την ποικιλία του … Dictionary of Greek
βατσινάρω — εμβολιάζω, κάνω δαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaccinare «κάνω δαμαλισμό»] … Dictionary of Greek
μετεγκεντρίζω — (Μ) εμβολιάζω σε άλλο δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγ κεντρίζω «εμβολιάζω»] … Dictionary of Greek
μπολιάζω — 1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω 2. εγκεντρίζω δένδρο 3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον 4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση τού προτακτικού άτονου ε (για την προφορά… … Dictionary of Greek
ανεμβολίαστος — η, ο μη εμβολιασμένος, αμπόλιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμβολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek
δαμαλίζω — (I) εμβολιάζω με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο]. (II) δαμαλίζω (Α) [δαμάλης] δαμάζω (ατίθασα άλογα) … Dictionary of Greek
εγκεντρίζω — (AM ἐγκεντρίζω) 1. (για φυτά) εμβολιάζω, μπολιάζω 2. κεντρίζω, ερεθίζω, παρακινώ 3. (για άλογα) κεντρίζω, σπιρουνίζω μσν. προσαρμόζω, συγκολλώ αρχ. συγκεντρώνω … Dictionary of Greek
κατεγκεντρίζω — (Μ) μτφ. (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ.) εμφυτεύω («κατεγκεντρισθεῑσα ἁπλότης» απλότητα επίκτητη, όχι φυσική, σε αντιδιαστολή προς την φύσει ενυπάρχουσα, Ιω. Κλύμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγ κεντρίζω «εμβολιάζω»] … Dictionary of Greek
μετακεντρίζω — (Α) κεντρίζω, εμβολιάζω σε άλλο δένδρο 2. μεταφυτεύω («πόθον ὅνπερ ὕστερον πρὸς τὸν ἀληθῆ θεὸν νουνεχῶς μετεκέντρισεν», Ανών.) … Dictionary of Greek